ψώνιο

ψώνιο
και ψώνι και ψούνι(ο), το, Ν
1. ό,τι αγοράζει κανείς («βγήκε για ψώνια»)
2. μτφ. α) άνθρωπος ευκολόπιστος, αφελής
β) άνθρωπος ψηλομύτης, φαντασμένος
3. φρ. «έχει ψώνιο [με κάτι]» — έχει παθολογική αδυναμία σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μσν. ὀψώνιον «αγορά και προμήθεια τροφίμων» < ὀψώνης* (< ὄψον «τροφή» + ὠνοῦμαι «αγοράζω»), με σίγηση τού αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον: μάτι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψώνιο — το βλ. ψώνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Monopsonio — ► sustantivo masculino ECONOMÍA Situación comercial en que hay un solo comprador para determinado producto o servicio. * * * monopsonio (de «mono » y el gr. «opsṓnion», aprovisionamiento de víveres) m. Econ. Situación de mercado en que hay un… …   Enciclopedia Universal

  • αγόρασμα — το (Α ἀγόρασμα) [ἀγοράζω] οτιδήποτε αγοράζεται ή πωλείται, το εμπόρευμα, το ώνιο, το ψώνιο νεοελλ. η ενέργεια τού αγοράζω, το να αγοράζει κανείς κάτι, ψώνισμα …   Dictionary of Greek

  • μονοψώνιο — το (οικον.) η κατάσταση τής αγοράς ενός προϊόντος στην οποία υπάρχει ένας μόνο αγοραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monopsony (< μον[ο]* + ψώνιο)] …   Dictionary of Greek

  • οψώνιο — το (ΑΜ ὀψώνιον) αγορά και προμήθεια τροφίμων, ψώνιο («ᾔτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον», Θουκ.) αρχ. 1. μισθός που παρέχεται στους στρατιώτες και τους αξιωματικούς προκειμένου να προμηθευθούν τα αναγκαία τρόφιμα 2. χρηματική αμοιβή φύλακα («ὀψώνιον… …   Dictionary of Greek

  • πολυψώνιο — το, Ν (οικον.) κατάσταση τής αγοράς στην οποία, συναλλάσσονται πολλοί αγοραστές που μπορούν να επηρεάσουν τη διαμόρφωση τών τιμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψώνιο] …   Dictionary of Greek

  • φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για …   Dictionary of Greek

  • ψώνι — το, Ν βλ. ψώνιο …   Dictionary of Greek

  • ώνημα — ήματος, τὸ, Α [ὠνοῡμαι] αυτό που αγοράζει κανείς, ώνιο, ψώνιο …   Dictionary of Greek

  • αγόρασμα — το, ατος καθετί που αγοράζεται, ψώνιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”