ψώνιο — το βλ. ψώνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Monopsonio — ► sustantivo masculino ECONOMÍA Situación comercial en que hay un solo comprador para determinado producto o servicio. * * * monopsonio (de «mono » y el gr. «opsṓnion», aprovisionamiento de víveres) m. Econ. Situación de mercado en que hay un… … Enciclopedia Universal
αγόρασμα — το (Α ἀγόρασμα) [ἀγοράζω] οτιδήποτε αγοράζεται ή πωλείται, το εμπόρευμα, το ώνιο, το ψώνιο νεοελλ. η ενέργεια τού αγοράζω, το να αγοράζει κανείς κάτι, ψώνισμα … Dictionary of Greek
μονοψώνιο — το (οικον.) η κατάσταση τής αγοράς ενός προϊόντος στην οποία υπάρχει ένας μόνο αγοραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monopsony (< μον[ο]* + ψώνιο)] … Dictionary of Greek
οψώνιο — το (ΑΜ ὀψώνιον) αγορά και προμήθεια τροφίμων, ψώνιο («ᾔτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον», Θουκ.) αρχ. 1. μισθός που παρέχεται στους στρατιώτες και τους αξιωματικούς προκειμένου να προμηθευθούν τα αναγκαία τρόφιμα 2. χρηματική αμοιβή φύλακα («ὀψώνιον… … Dictionary of Greek
πολυψώνιο — το, Ν (οικον.) κατάσταση τής αγοράς στην οποία, συναλλάσσονται πολλοί αγοραστές που μπορούν να επηρεάσουν τη διαμόρφωση τών τιμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψώνιο] … Dictionary of Greek
φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για … Dictionary of Greek
ψώνι — το, Ν βλ. ψώνιο … Dictionary of Greek
ώνημα — ήματος, τὸ, Α [ὠνοῡμαι] αυτό που αγοράζει κανείς, ώνιο, ψώνιο … Dictionary of Greek
αγόρασμα — το, ατος καθετί που αγοράζεται, ψώνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)